στωμύλος, -η, -ον
Ερμηνεία:
[φλύαρος, πολυλογάς, , ομιλητικός, ευφραδής, εύγλωτος]
Ετυμολογία:
[< Αριστοτ. Θεοκρ.]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ἦτο στωμύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ…[Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|